- Ἀχερόντειος
- Ἀχερόντειος, α, ον,A of Acheron,
ναῦς Call.Hec.31.3
:—also [full] Ἀχερόντιος, E.Alc.443 (lyr.), Ar.Ra.471:—fem. [full] Ἀχεροντιάς, άδος, νύξ AP5.240
(Paul. Sil.): and [full] Ἀχερούσιος, α, ον (also ος, ον A.Ag.1160), Th.1.46:—fem. [full] Ἀχερουσιάς, άδος, X.An.6.2.2, Pl.Phd.113a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.